θριαμβεύω

θριαμβεύω
(ΑΜ θριαμβεύω) [θρίαμβος]
νεοελλ.-μσν.
1. αναδεικνύομαι νικητής, επιτυγχάνω περιφανή νίκη
2. σημειώνω μεγάλη επιτυχία («θριάμβευσε στις γενικές εκλογές»)
|[μσν. θριαμβολογώ
μσν.-αρχ.
1. αποκαλύπτω, φανερώνω θριαμβευτικά
2. αποκαλύπτω τη δύναμη μου
3. αποδεικνύω σαφέστατα κάτι ως ψευδές ή επικίνδυνο
αρχ.
1. τελώ θρίαμβο
2. (για ηγέτη) οδηγώ σε θριαμβευτικές μάχες τον στρατό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θριαμβεύω — triumph pres subj act 1st sg θριαμβεύω triumph pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβεύω — θριαμβεύω, θριάμβευσα και θριάμβεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θριαμβεύω — θριάμβεψα και θριάμβευσα 1. πετυχαίνω κάτι εξαιρετικό, μεγαλουργώ: Θριάμβεψε στις εξετάσεις. 2. νικώ: Στις εκλογές θριάμβευσε ο υποψήφιος του δημοκρατικού κόμματος. – Το δίκαιο τελικά θα θριαμβεύσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θριαμβεύσει — θριαμβεύω triumph aor subj act 3rd sg (epic) θριαμβεύω triumph fut ind mid 2nd sg θριαμβεύω triumph fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβεύσουσι — θριαμβεύω triumph aor subj act 3rd pl (epic) θριαμβεύω triumph fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θριαμβεύω triumph fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβεύσω — θριαμβεύω triumph aor subj act 1st sg θριαμβεύω triumph fut ind act 1st sg θριαμβεύω triumph aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβεύσῃ — θριαμβεύω triumph aor subj mid 2nd sg θριαμβεύω triumph aor subj act 3rd sg θριαμβεύω triumph fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθριαμβευμένα — θριαμβεύω triumph perf part mp neut nom/voc/acc pl τεθριαμβευμένᾱ , θριαμβεύω triumph perf part mp fem nom/voc/acc dual τεθριαμβευμένᾱ , θριαμβεύω triumph perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβευθέντα — θριαμβεύω triumph aor part pass neut nom/voc/acc pl θριαμβεύω triumph aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριαμβευομένων — θριαμβεύω triumph pres part mp fem gen pl θριαμβεύω triumph pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”